- περιίστημι
- ΝΜΑ(μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστηνπεριπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» — σ' αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.)μσν.-αρχ.1. τοποθετώ γύρω, ολόγυρα («περιέστησε πᾱν τὸ στράτευμα περὶ τὴν πόλιν», Ξεν.)2. μετατρέπω, μεταβάλλω3. φέρνω ή συγκεντρώνω γύρω μου («ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν», Αριστοτ.)4. οδηγώ σε κατάσταση χειρότερη από την προηγούμενη («οἴκους εἰς πενίαν περιίστησι»)5. αποδίδω κάτι σε κάποιον άλλο («περιίστημι τὰς ἐμαυτοῡ συμφορὰς εἴς τινα»)6. υπενθυμίζω ή φέρνω στον νου («τὸ συλλήβδην τὰ πάντα γιγενῆσθαι περιίστησι», Γρηγ. Νύσσ.)7. μέσ. περιίσταμαια) περιορίζομαι, μειώνομαι («... εἰς ἕνα ἄρτον περιστῇ ἡ τροφή», Μέγ. Βασ.) β) (μτχ. παρακμ.) περιεστώς, -ῶσα, -ώςαυτός που βρίσκεται, που έχει συγκεντρωθεί ολόγυρα (α. «ὑπὲρ τοῡ περιεστῶτος λαοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.β. «οἱ περιεστῶτες» — οι ακροατές, Αντιφ.)αρχ.1. μέσ. α) τοποθετούμαι, βρίσκομαι γύρω από κάτι («α. πορφύρεον δ' ἄρα κῡμα περιεστάθη», Ομ. Οδ. β. «Κῡρος περιίσταται τὸν λόφον τῷ παρόντι στρατεύματι», Ξεν.)β) καταλήγω, φτάνω τελικά («περιειστήκει ὑποψία εἰς τὸν Ἀλκιβιάδην», Θουκ.)γ) περιστρέφομαι, κινούμαι κυκλικά4. κάνω κύκλο για να αποφύγω κάτι (α. «τὰς δὲ βεβήλους κενοφωνίας περιίστασο», ΚΔβ. «ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥσπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν» — θα βγω απ' το δρόμο μου και θα κάνω κύκλο όπως κάνω για να αποφύγω λυσσασμένα σκυλιά, Λουκιαν.)2. απατώ, εξαπατώ κάποιον3. φρ. α) «περιίσταμαι εἰς τύχας» ή «τὰ πολλὰ περιίσταται εἰς τύχας» — εξαρτώμαι από τυχαία περιστατικάβ) «περιίσταμαι μή» + ενδοιαστ. πρότ.φοβάμαι μήπως.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἵστημι «στήνω τοποθετῶ»].
Dictionary of Greek. 2013.